παναρκής

παναρκής
παναρκής, -ές (Α)
1. αυτός που αρκεί σε όλους
2. (για τον ήλιο) αυτός που φωτίζει εξίσου τους πάντες
3. (για καταπλάσματα) αυτός που έχει πολύ μεγάλη θεραπευτική ιδιότητα ή δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -αρκής (< ἄρκος «βοήθεια»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παναρκής — that shines on all alike masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναρκῆ — παναρκής that shines on all alike neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παναρκής that shines on all alike masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παναρκής that shines on all alike masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναρκεῖς — παναρκής that shines on all alike masc/fem acc pl παναρκής that shines on all alike masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναρκές — παναρκής that shines on all alike masc/fem voc sg παναρκής that shines on all alike neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναρκέστατον — παναρκής that shines on all alike masc acc superl sg παναρκής that shines on all alike neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναρκοῦς — παναρκής that shines on all alike masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναρκέος — παναρκής that shines on all alike masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναρκέτας — παναρκέτᾱς , παναρκής that shines on all alike masc acc pl παναρκέτᾱς , παναρκής that shines on all alike masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρκος — (I) ἄρκος, το (Α) 1. το όργανο ή το μέσον άμυνας 2. η υπεράσπιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε θ. αρκ (πρβλ. άρκιος, αρκώ) < ΙΕ. ρίζα *areq «προστατεύω, ασφαλίζω» και πιθ. λόγω της σπανιότητάς του αποτελεί μεταρρηματικό σχηματισμό του ρ. αρκώ*.… …   Dictionary of Greek

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”